- ἐναποτήκω
- ἐναπο-τήκω,A dissolve in,
ἐλαίψ στέαρ Gal.11.489
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐλαίψ στέαρ Gal.11.489
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εναποτήκω — ἐναποτήκω (Α) λειώνω κάτι μέσα σε κάτι … Dictionary of Greek